- ὀξυμήνιτος
- ὀξῠ-μήνῑτος, ον, perh.A bringing down quick anger (i. e. of the Erinyes), φόνου (-ους codd.)
ὀξυμηνίτου A.Eu. 472
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀξυμηνίτου A.Eu. 472
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυμήνιτος — ὀξυμήνιτος, ον (Α) (σχετικά με τις Ερινύες) πιθ. αυτός που προκαλεί έντονη οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μῆνις (πρβλ. δυσμήνιτος)] … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
ὀξυμηνίτου — ὀξυμηνί̱του , ὀξυμήνιτος bringing down quick anger masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)